- πυληδόκος
- ὁ, Α(ως προσωνυμία τού Ερμού) φρουρός τής πύλης.[ΕΤΥΜΟΛ. < πύλη + -δόκος (< δέχομαι), πρβλ. καπνο-δόκος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πυληδόκον — πυληδόκος watching at the door masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)